- γλωσσοκάτοχον
- γλωσσο-κάτοχον, τό,A tongue-depressor, Heliod. ap. Orib.44.14.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλωσσοκάτοχον — tongue depressor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκατόχῳ — γλωσσοκάτοχον tongue depressor neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκάτοχο — το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, ον) το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση αρχ. επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει … Dictionary of Greek